Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2012

Γιάννης Δραγασάκης: «Δεν θέλουμε κόμματα μέσα στο κόμμα»

Ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ εξηγεί τη «βίαιη ωρίμανση» και τις διαδικασίες «ομογενοποίησης» του νέου φορέα και εκτιμά ότι το στοίχημα με τη θέση της Ελλάδας στο ευρώ δεν έχει κριθεί. Για τα ενδεχόμενα υπονόμευσης της συλλογικότητας και της συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ προειδοποιεί στη συνέντευξή του προς «Το Βήμα της Κυριακής» ο αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Ι. Δραγασάκης. Εν όψει των διαδικασιών δημιουργίας του νέου κόμματος, ο επικεφαλής των οικονομολόγων της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπογραμμίζει ότι πρέπει να αποφευχθούν λάθη του παρελθόντος που κόστισαν στον Συνασπισμό και σημειώνει πως τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμα σε σχέση με την ευρωπαϊκή κρίση και τη θέση της χώρας στο ευρώ. Κύριε Δραγασάκη, στο βιβλίο σας που εκδόθηκε προσφάτως και στην ομιλία σας στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη αναφερθήκατε στην αναγκαιότητα «βίαιης ωρίμανσης» του ΣΥΡΙΖΑ. Τι σημαίνει αυτό και πόσο συμβαδίζει με την αξίωση του Αριστερού Ρεύματος για περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση; «Ονόμασα “βίαιη ωρίμανση” τη διαδικασία μετεξέλιξης ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς σ’ έναν ενιαίο πολιτικό φορέα, ικανό να αναμετρηθεί με προκλήσεις και ευθύνες ιστορικών διαστάσεων. Από την άποψη αυτή, αριστερό και ριζοσπαστικό στις μέρες μας είναι ό,τι ενώνει, εμπνέει και κινητοποιεί για την επίτευξη ακριβώς αυτού του στόχου. Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έφτασε ως εδώ συνθέτοντας και υπερβαίνοντας τις “αξιώσεις”, όπως λέτε, των επιμέρους τάσεων και συνιστωσών. Αυτός ο συλλογικός ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε και όχι οι ιδιαίτερες απόψεις της μιας ή της άλλης επιμέρους συνιστώσας. Αυτή τη συλλογικότητα καλείται σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσει και να θεσμοθετήσει». Πώς κρίνετε την τακτική του Αριστερού Ρεύματος και του κ. Π. Λαφαζάνη να κατεβάσει ξεχωριστή λίστα υποψηφίων στις εσωκομματικές διαδικασίες της προηγούμενης Κυριακής; Τι δείχνει αυτό για το μέλλον; «Σύνηθες φαινόμενο, με βάση τις παραδόσεις που κυριαρχούσαν ως τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Τόσο αυτό όσο και άλλα γεγονότα υποδηλώνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διανύει μία μεταβατική φάση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο, δηλαδή ανάμεσα στις ισχυρές παραδόσεις των ομαδοποιήσεων, των “στοιχίσεων”, των προσωπικών στρατηγικών, και στα νέα επίπεδα συλλογικότητας, ενότητας, δημοκρατίας και ισονομίας των μελών που πρέπει να κατακτήσει». Υπό αυτές τις συνθήκες, με ένα 25% του κόμματός σας να αμφισβητεί κεντρικές επιλογές, είστε έτοιμοι για τις εκλογές τις οποίες ζητάτε; Μια τέτοια διχογνωμία σε προεκλογική περίοδο δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο… «Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έκανε ήδη ένα μεγάλο βήμα προς την ενοποίησή του. Ο Αλέξης Τσίπρας υπερψηφίστηκε με μεγάλα ποσοστά από συνέδρους όλων των τάσεων και προελεύσεων. Η “διακήρυξη”, που αποτυπώνει την ταυτότητα, τους μεγάλους προσανατολισμούς και τους άμεσους στόχους του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ψηφίστηκε σχεδόν ομόφωνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα παραμείνει βέβαια ένας ζωντανός χώρος διαλόγου. Μάλιστα έχω προτείνει να θεσμοθετήσουμε μόνιμες δομές και “εργαστήρια” προγραμματικών επεξεργασιών, θεωρητικών αναζητήσεων και διαλόγου. Εκείνο που πρέπει να αποφύγουμε είναι η δημιουργία κομμάτων εντός του κόμματος, διότι αυτό, όπως έδειξε και η εμπειρία του Συνασπισμού, θα υπονομεύει τη συλλογικότητα και τη δημοκρατία των μελών». Πώς κρίνετε τη σύμπτωση απόψεων του κ. Αλ. Αλαβάνου και του κ. Π. Λαφαζάνη για το θέμα του εθνικού νομίσματος; «Η ανοδική και ενωτική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ενοχλεί τα υπολείμματα του χρεοκοπημένου δικομματισμού. Θα ήθελαν έναν ΣΥΡΙΖΑ διαφορετικό, δογματικό, δέσμιο του παρελθόντος, γι’ αυτό με τρόπο γκεμπελικό καλλιεργούν τη σύγχυση ως προς τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι προς τιμήν του Αλ. Αλαβάνου το γεγονός ότι διευκρινίζει πως δεν ανήκει – άρα δεν εκπροσωπεί – στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και του Π. Λαφαζάνη που διαχωρίζει πάντα τις προσωπικές του απόψεις από εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην περιμένει βοήθεια λοιπόν ο κ. Σαμαράς. Κανένα στέλεχος της Αριστεράς, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες απόψεις του, δεν θα συμμαχήσει μαζί του για να πλήξει τον ΣΥΡΙΖΑ, το μόνο παράθυρο ελπίδας που διαθέτει σήμερα ο λαός μας». Το πρόγραμμά σας σε ποιο βαθμό εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και σε τι έκταση χρειάζεται ανανέωση; Ο κ. Τσίπρας στην παρουσίαση του βιβλίου σας είπε ότι «χρειάζεται ένα πειστικό σχέδιο». Εφόσον αυτό δεν υπάρχει ακόμα, πώς είστε έτοιμοι για τη διακυβέρνηση; «Επιτρέψτε μου μία ιστορική αναφορά. Πρωταγωνιστής της εξόδου από την κρίση του ’29 ήταν το κράτος. Πρωταγωνιστής της εξόδου από την κρίση του ’70 ήταν οι αγορές. Πρωταγωνιστής της εξόδου από τη σημερινή κρίση θα είναι οι κοινωνίες, με αιχμή τον κόσμο της εργασίας, της γνώσης και του πολιτισμού. Για να βγούμε από την κρίση πρέπει να κάνουμε ριζικές αλλαγές στο κράτος, στο πολιτικό σύστημα, στην οικονομία. Τίποτε από αυτά δεν θα καταφέρουμε χωρίς τους εργαζόμενους, χωρίς την κοινωνία. Γι’ αυτό μιλάμε για ένα σχέδιο το οποίο δεν διεκδικεί μόνο μεγάλα εκλογικά ποσοστά, αλλά θέλουμε να πείθει, να εμπνέει, να κερδίζει την εμπιστοσύνη και να θέτει σε κίνηση τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας. Η προσπάθεια αυτή είναι διαρκής. Είναι περιεχόμενο της δικής μας πολιτικής και τρόπος άσκησής της». Πιστεύετε ότι το θέμα της παραμονής της χώρας στο ευρώ έχει λήξει οριστικά; Υπό αυτή την έννοια, αισθάνεστε δικαιωμένος από την ευρωκεντρική σας επιλογή; «Πράγματι έχει πλέον γίνει κοινός τόπος: το ελληνικό πρόβλημα, εκτός από τις ενδογενείς του αιτίες, ήταν μέρος μιας κρίσης ευρωπαϊκής που απαιτούσε και απαιτεί κοινές ευρωπαϊκές απαντήσεις. Η επιλογή μου όμως δεν είναι ευρωκεντρική, αλλά “κοσμοκεντρική”. Στηρίζεται στη διαπίστωση ότι δεν ζούμε ένα άθροισμα αυτόνομων κρίσεων, αλλά ένα σύνολο αλληλεξαρτώμενων κρίσεων, μια κρίση συστημική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ και της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπό τη γερμανική ηγεμονία. Η έξοδος από την κρίση θα κριθεί λοιπόν σε κλίμακα εθνική, ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Γι’ αυτό και υποστήριξα από την αρχή της κρίσης την ανάγκη για ένα εθνικό σχέδιο (ανασυγκρότησης) ενταγμένο σε μια ευρωπαϊκή και παγκόσμια στρατηγική. Κατά τα άλλα, τίποτε δεν έχει λήξει. Οπως αναγνώρισε πρόσφατα και η κυρία Μέρκελ, οι πιο κρίσιμες φάσεις της κρίσης, οι πιο μεγάλοι κίνδυνοι, δεν είναι πίσω μας, αλλά μπροστά μας, και για μας, και για την Ευρώπη, και για τον κόσμο». Τις τελευταίες εβδομάδες έχει παρατηρηθεί μία σημαντική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και αναφέρομαι στην εγκατάλειψη της μονομερούς καταγγελίας του μνημονίου και στη μετάβαση στη συναινετική αναθεώρηση. Καταλαβαίνει κανείς ότι εν τέλει θέλετε να συνομιλείτε με την Ευρώπη. «Οπως είχα τονίσει σε μία συνέντευξη στην εφημερίδα σας πριν από τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προβεί σε μονομερείς ενέργειες παρά μόνο αν προκληθεί. Δεν επρόκειτο για προσωπική άποψη, αλλά για προγραμματική θέση. Αγωνιζόμαστε για ένα πρόγραμμα ριζικών αλλαγών στο κράτος, στο πολιτικό σύστημα και στην οικονομία, το οποίο για να υλοποιηθεί πρέπει να σταματήσουμε τη λιτότητα και στη θέση των μνημονίων να μπει ένα σχέδιο ανόρθωσης και ανασυγκρότησης της χώρας. »Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης με στόχο να καταστεί το χρέος βιώσιμο όχι μόνο για τις αγορές αλλά και για την κοινωνία, γεγονός που απαιτεί τη διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους και την εξυπηρέτηση του υπολοίπου με ρήτρα ανάπτυξης. Δεν υπάρχει λοιπόν αλλαγή, αλλά ομογενοποίηση των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ με βάση το εκλογικό μας πρόγραμμα». Γιατί θεωρείτε ότι η γερμανική κυβέρνηση ή οι Βρυξέλλες θα αποδεχθούν τη δική σας λογική για το χρέος, τη φορολογία, την ανάπτυξη; «Δεν επενδύουμε στην καλοσύνη της γερμανικής κυβέρνησης, αλλά στη δύναμη και στην απήχηση των επιχειρημάτων μας, στη δυναμική των συσχετισμών, στην αποφασιστικότητα του λαού μας. Το ελληνικό πρόβλημα έχει διεθνοποιηθεί. Γίναμε μέρος της “μεγάλης εικόνας” και των παγκόσμιων αντιθέσεων, πράγμα που περικλείει κινδύνους, αλλά και δυνατότητες. Δεν είμαστε μόνοι ούτε είμαστε εντελώς άοπλοι. Οι γερμανοί ιθύνοντες έκαναν σε βάρος μας τραγικά λάθη, που αρχίζουν να αναγνωρίζονται στην ίδια τη Γερμανία. Ο λαός μας δείχνει ολοένα πιο αποφασισμένος να υπερασπιστεί την αξιοπρέπεια και το μέλλον του. Τέλος, η σημερινή πολιτική συσσωρεύει σ’ εμάς καταστροφές και ζημιές, σε όλους. Μια νέα προοπτική είναι αναγκαία όχι μόνο για εμάς, αλλά για όλους τους λαούς της Νότιας Ευρώπης, για όλη την Ευρώπη. Δεν υποσχόμαστε λοιπόν εύκολες λύσεις, αλλά μια στρατηγική για την αλλαγή υποδείγματος και πολιτικής σε Ελλάδα και Ευρώπη». Και αν κάτι πάει στραβά με το όλο εγχείρημα του ενιαίου νομίσματος; Τότε μήπως θα χρειάζεται το περίφημο «plan B»; «Οχι τότε, από τώρα το σχέδιό μας, το “plan Α”, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία σας, πρέπει να είναι ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα. Το θέμα όμως δεν είναι “τι θα συμβεί αν…”. Το θέμα είναι τι θέλουμε να συμβεί και πώς, με ποια στρατηγική και με ποιες συμμαχίες θα το πετύχουμε. Η κρίση που ζούμε, ακριβώς επειδή ρευστοποιεί ό,τι ως χθες ήταν σταθερό, ακριβώς επειδή διαλύει ό,τι ως χθες εθεωρείτο αιώνιο, μας ζητεί θετικούς στόχους, σταθερές επιλογές, πρωτόβουλη δράση και όχι παθητική αναμονή ή στοιχήματα για το μέλλον». Πιστεύετε εν τέλει ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έχουν όλοι επαρκή αντίληψη των πτυχών και των διαστάσεων της ευρωπαϊκής κρίσης; «Γιατί θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό; Ο κόσμος κινείται άνισα, οι συνειδήσεις διαμορφώνονται άνισα. Προσωπικά, δεν θα ήθελα ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ένας γραφειοκρατικός οργανισμός με καταθλιπτική ομοιομορφία και τελετουργική ομοφωνία. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να είναι ένας φορέας ζωντανός, νεανικός, ανοιχτός στην κοινωνία, καινοτόμος, ριζοσπαστικός, ευρηματικός και πολύχρωμος, ικανός όμως να κάνει συλλογικά σχέδια και να αγωνίζεται δεσμευτικά και συνειδητά γι’ αυτά». «Από κέντρα και παράκεντρα» «Τέχνασμα» η απλή αναλογική Θα αποδεχόσασταν μία πρόταση για θέσπιση της απλής αναλογικής; Με ποιους θα συνεργαζόσασταν αν προέκυπτε τέτοια συνθήκη; «Η απλή αναλογική συζητείται από ορισμένα κέντρα και παράκεντρα όχι από δημοκρατική ευαισθησία αλλά ως ένα τέχνασμα για να ανακοπεί η ορμή του λαού και η εκλογική αυτοδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Εμείς θα μείνουμε σταθεροί στη θέση μας και θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε όχι μόνο για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, αλλά και για τη συνταγματική της κατοχύρωση ως μιας σταθεράς για την ανασύσταση του πολιτικού μας συστήματος. Αλλά εκείνοι που μηχανεύονται τα σχέδια αυτά θα χάσουν τον ύπνο τους. Διότι η απλή αναλογική θα απελευθερώσει δυνάμεις, θα επιταχύνει την ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού και θα μας επιτρέψει, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, να δημιουργήσουμε έναν συνασπισμό ευρείας λαϊκής ενότητας για την αποτροπή της καταστροφής και την ανασυγκρότηση της χώρας».
Read more »

Η απλή αναλογική και οι “δημοκράτες”, του Κώστα Ζαχαριάδη

Για δεκαετίες ΝΔ – ΠΑΣΟΚ κυβέρνησαν με θηριώδη bonus για το πρώτο κόμμα με ισχυρές αυτοδυναμίες. Ο νικητής έπαιρνε το κράτος ως λάφυρο μέχρι τις επόμενες εκλογές. Ξαφνικά ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έγιναν κόμματα ώριμα για συνεργασίες, απλή αναλογική κλπ. Μερικοί με θράσος δηλώνουν ότι είναι “δημοκρατικότερη” η απλή αναλογική! Καθένας κρίνεται από την συνέπεια λόγων -έργων και από την διαχρονικότητα των απόψεών του. Η τυχοδιωκτική πολιτική δεν μπορεί πια να προχωρήσει. Προεκλογικά (πριν έξι μήνες) ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ είχε κατ επανάληψη ζητήσει να νομοθετήσει η κυβέρνηση Παπαδημου (στήριξη ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ) την απλή και ανόθευτη αναλογική , την πλήρη αντιστοιχία ψήφων και εδρών. Τι δεν ακούσαμε γι αυτή την “ανεύθυνη” μας πρόταση. Περιμένουμε με ανυπομονησία την πρόταση που θα έρθει στη Βουλή έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι “ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες” και θυμίζουμε στους όψιμους υποστηρικτές της απλής αναλογικής ότι δημοκρατία δεν είναι μόνο το εκλογικό σύστημα. Ο ακρωτηριασμός της αυτοδιοίκησης σε επίπεδο πόρων και αρμοδιοτήτων, η κατακρεούργηση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με την κατ επανάληψη διαδικασία του κατ επείγοντος, η υποκατάσταση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας από την τριμερή συνάντηση των αρχηγών των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση , η χειραγώγηση της κοινής γνώμης μέσω ανεξέλεγκτων media που κατευθύνονται από διαπλεκόμενα συμφέροντα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κοσμήματα της μνημονιακής δημοκρατίας μας αν και είναι συστατικά της.
Read more »

Φασισμός και κρίση

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Όταν το 1969 ο Νίκος Πουλαντζάς έγραφε το βιβλίο του Φασισμός και δικτατορία. Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό (κυκλοφορεί στις εκδόσεις Θεμέλιο), το πολιτικό μέλημά του ως έλληνα αριστερού ήταν η ανατροπή της δικτατορίας στη χώρα του, και επειδή τα πολιτικά μελήματα όσων κάνουν θεωρία ξεκινάνε αναπόφευκτα από τον ίδιο το χώρο της θεωρίας, ο Πουλαντζάς θα προσπαθήσει να αναλύσει στο βιβλίο του αυτό το φασισμό, έτσι ώστε η θεωρητική ανάλυση να παράσχει στο μέτρο που της αναλογεί τα μέσα  ανατροπής της δικτατορίας.

Στο χώρο της μαρξιστικής θεωρίας, όπως συμβαίνει και αλλού, δεν υπάρχουν ελεύθεροι χώροι. Όποιος θέλει να κατασκευάσει το οτιδήποτε, οφείλει να γκρεμίσει εκείνο που ήδη υπάρχει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Πουλαντζάς είναι υποχρεωμένος να κατεδαφίσει το οικοδόμημα που δέσποζε την εποχή εκείνη στο πεδίο της μαρξιστικής θεωρίας, το οικοδόμημα του οικονομισμού. Ανατρέχοντας στην ιστορία του οικονομισμού, όπως αυτός κυριάρχησε σε κάποιες περιόδους στο πλαίσιο της Διεθνούς –παρότι και τότε υπήρξαν σημαντικές διαφοροποιήσεις-, ο Πουλαντζάς επισημαίνει τα αναλυτικά και πολιτικά αδιέξοδα στα οποία αυτός οδήγησε.

Ιδιαίτερα για τον οικονομισμό που κυριάρχησε μετά το 6ο Συνέδριο της Διεθνούς, ο καπιταλισμός είχε εισέλθει σε μια βαθύτατη κρίση, που τη γεννούσε μια άλυτη αντίφαση, σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα στην υποδομή και το εποικοδόμημα. Σύμφωνα με αυτήν τη συλλογιστική, η μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια που έθετε το ίδιο το εποικοδόμημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κατά συνέπεια, ο καπιταλισμός έμελε με αυτόματο σχεδόν τρόπο να καταρρεύσει από μόνος του.

Αυτή η «γραμμή», που πήρε το όνομα του οικονομικού καταστροφισμού ή της θεωρίας της κατάρρευσης, είχε, όπως εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε όλοι, σημαντικές επιπτώσεις στην ανάλυση του φασισμού. Αυτός ο τελευταίος δεν έχει αυτόνομα χαρακτηριστικά.  θεωρείται ως ένα απλό επεισόδιο σε μια προδιαγεγραμμένη πορεία κατάρρευσης του καπιταλισμού. Όπως ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει, θύμα των οικονομικού χαρακτήρα άλυτων αντιθέσεων του, με τον ίδιο τρόπο θα καταρρεύσει και ο φασισμός, θύμα κι αυτός «εσωτερικών αντιφάσεων», που είναι κυρίως αν όχι αποκλειστικά οικονομικές. Με αυτήν την έννοια, για την οικονομίστικη αντίληψη της Διεθνούς, ο φασισμός καταλήγει να θεωρείται έως και «θετικό» φαινόμενο, εφόσον αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα της αδυναμίας του αστισμού, ένας τελευταίος σπασμός πριν από την οριστική κατάρρευση του καπιταλισμού.

Στον αντίποδα αυτής της μηχανιστικής γραμμής κινείται η ανάλυση του Πουλαντζά. Στο βιβλίο του προσπαθεί με ιδιαίτερα επεξεργασμένο τρόπο να αποκαταστήσει πέρα από το οικονομικό και τα άλλα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Ο Πουλαντζάς προσπαθεί και καταφέρνει να δώσει ζωή και στις δύο άλλες δομές, την πολιτική και την ιδεολογική, τις οποίες αντίθετα με τον οικονομισμό δεν τις θεωρεί απλά παράγωγα, απλές αντανακλάσεις της οικονομικής δομής. Δεν μπορώ να επεισέλθω στις λεπτομέρειες αυτής της ανάλυσης γιατί ο χώρος δεν μου το επιτρέπει. Θέλω μόνον να επισημάνω ορισμένα στοιχεία που θα είναι χρήσιμα για τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξω.

Ο Πουλαντζάς όταν προσπαθεί να ερμηνεύσει πολιτικά το φασισμό αρνείται να τον αποτιμήσει ως απλή μορφή δικτατορίας μιας ενιαίας και συμπαγούς αστικής τάξης. Αντίθετα, πιστεύει ότι η διαδικασία εκφασισμού και η τελική επικράτηση του φασισμού αντιστοιχούν σε μια κατάσταση υπερβολικής όξυνσης και επιδείνωσης των αντιφάσεων στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων και των τμημάτων που ανήκουν στις κυρίαρχες τάξεις. Ο φασισμός, με άλλα λόγια, δεν είναι το απλό ενεργούμενο μιας ενιαίας τάξης, όπως ήθελε ο οικονομισμός, αλλά το προϊόν μιας πολιτικής κρίσης που ξεσπάει ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης που κατέχουν την πολιτική κυριαρχία. Συνυφασμένη με την παραπάνω κρίση είναι η κρίση κομματικής εκπροσώπησης, η ρήξη, δηλαδή, που επήλθε την περίοδο που μας ενδιαφέρει ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της άρχουσας τάξης και τα πολιτικά τους κόμματα. Αντίθετα με τις απλοποιήσεις στις οποίες καταλήγουν οι διάφοροι θεωρητικοί της Διεθνούς, ο Πουλαντζάς δεν πιστεύει ότι το σύνολο της αστικής τάξης και των διαφόρων κομμάτων της υποστήριξε ομόψυχα τον φασισμό.

Ο Πουλαντζάς όταν ευρετηριάζει τα κοινωνικά στηρίγματα του πολιτικού φαινομένου φασισμός, χρησιμοποιεί όλα εκείνα τα χρώματα της παλέτας που του χρειάζονται, και όχι μόνον ένα, όπως ο οικονομισμός. Οι σκληροί πυρήνες του μονοπωλιακού καπιταλισμού που διεκδικούν τη μεγάλη εσωτερική και διεθνή αγορά, θα έχουν σύντομα κοντά τους την πλειοψηφία της μικροαστικής τάξης και των μεγάλων και μικρών γαιοκτημόνων, ενώ, τέλος, θα προσχωρήσουν ολόκληρα τμήματα της εργατικής τάξης. Μαζί με τις παραπάνω κοινωνικές κατηγορίες θα προσχωρήσουν και άλλες, περισσότερο πολιτικές, όπως οι ακραίοι εθνικιστές, οι ρεβανσιστικοί κύκλοι στρατιωτικών κ.ά. Δεν θα ήταν παράταιρο να αναρωτηθεί κανείς τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η φτιαγμένη με μαστοριά πολύχρωμη εικόνα –έστω και αν ένα χρώμα, αυτό του μονοπωλιακού καπιταλισμού, δίνει τον τόνο- με την μονόχρωμη απεικόνιση του οικονομισμού.

Για τον Πουλαντζά, όμως, ο φασισμός δεν είναι μόνο απότοκος της οικονομικής κρίσης του μονοπωλιακού καπιταλισμού, εξαιτίας της οποίας θραύεται η ιμπεριαλιστική αλυσίδα, ούτε μόνο της πολιτικής κρίσης που εντελώς σχηματικά περιγράψαμε προηγουμένως, αλλά και μιας ιδεολογικής κρίσης. Την έλευση του φασισμού την επιτρέπει η κρίση της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης, καθώς και των άλλων ιδεολογιών (ιδεολογία της εργατικής τάξης, μικροαστική ιδεολογία) που υπήρχαν στους κοινωνικούς σχηματισμούς όπου επικράτησε ο φασισμός. Στη διερεύνηση της ιδεολογικής δομής ο Πουλαντζάς διαπιστώνει γενικευμένη κρίση, τόσο των κυρίαρχων όσο και των κυριαρχούμενων ιδεολογιών, και έρχεται να προσθέσει την ανάλυση αυτή στην άρνησή του να εκλάβει την οικονομική κρίση ως αποκλειστική αιτία γέννησης του φασισμού.  
                      
Γιατί, όμως, όλα αυτά θα έπρεπε να μας απασχολούν σήμερα; Γιατί να ασχολούμαστε με ένα βιβλίο που ο κύριος αντίπαλος του, ο οικονομισμός, έχει περιθωριοποιηθεί στο πολιτικό πεδίο, ενώ στο πεδίο της θεωρίας πνέει τα λοίσθια, για μην πούμε ότι έχει εκπνεύσει οριστικά. Γιατί ο Νίκος Πουλαντζάς όταν στράφηκε θεωρητικά ενάντια στον οικονομισμό, στόχο είχε να προσδώσει στο πολιτικό στοιχείο, όπως και στο ιδεολογικό, τη σχετική τους αυτονομία και το στόχο αυτόν το έφερε σε πέρας. Με αυτήν την έννοια, ο Πουλαντζάς δεν επεδίωκε αυτό που συμβαίνει σήμερα, δηλαδή, την πλήρη αυτονόμηση του πολιτικού στοιχείου και συνακόλουθα την εξήγηση του πολιτικού μέσα από το πολιτικό. Η τελευταία αυτή τάση τείνει να γίνει κυρίαρχη, αν όχι αποκλειστική. Το ανησυχητικό είναι ότι σε αυτήν την τάση, της εξήγησης του πολιτικού διά του πολιτικού, επιδίδονται όχι μόνον οι πολιτικοί συντάκτες ή τα μέλη του πολιτικού προσωπικού, αλλά και οι κοινωνικοί επιστήμονες και ιδιαίτερα οι πολιτικοί επιστήμονες. Οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί, βυθισμένοι μέσα στην ασυναρτησία των καθημερινών γεγονότων, είχαν σχεδόν πάντα την προδιάθεση να ανάγουν τα πάντα σε επιμέρους πολιτικές περιστάσεις∙ για τους πολιτικούς επιστήμονες, όμως, η γενίκευσή της είναι σχετικά πρόσφατη. Θα μπορούσε να την τοποθετήσει κανείς στις απαρχές της στη δεκαετία του ’70, συμπληρώνοντας όμως ότι επιταχύνθηκε μετά το 1989.

Η πτώση του τείχους δεν αποτέλεσε μόνον μια πολιτική ήττα της αριστεράς αλλά και μια θεωρητική. Του λοιπού, οι τάξεις, οι κοινωνικές κατηγορίες, τα κοινωνικά μορφώματα, εγκαταλείπουν το πεδίο για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε κάποια ασαφή πολιτικά προβλήματα, που ερμηνεύονται μέσα από κάποιες εξίσου ασαφείς πολιτικές αιτίες. Στο έργο των πολιτικών επιστημόνων αυτών, οι κοινωνικές τάξεις δεν χάνουν μόνον την ακαμψία του παρελθόντος, δεν γίνονται τα όρια τους περισσότερο ασαφή, αλλά κυριολεκτικά εξαφανίζονται. Τη θέση τους την παραχωρούν σε ένα ομογενοποιημένο όλο, σχετικά εξισωμένο, το οποίο αποτελείται μόνον από τα άτομα και τις ορέξεις τους. Να γιατί το φαινόμενο της «Χρυσής Αυγής» αντιμετωπίζεται από τους περισσότερους από αυτούς ως ένα κατεξοχήν πολιτικό πρόβλημα, το οποίο όταν δεν χρησιμεύει, μέσα από τη θεωρία των δυο άκρων, ως μια μηχανή πολέμου κατά της αριστεράς, θεωρείται βραχύβιο και εύκολα αντιμετωπίσιμο, αρκεί να ληφθούν κάποια πολιτικά μέτρα.

Το έργο του Πουλαντζά, όμως, είναι εδώ, και είναι ικανό να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα προβλήματα. Είναι σίγουρο πως όταν το διαβάζει κανείς σήμερα διαπιστώνει αρκετές σκουριές του παρελθόντος. Μόνον που οι σκουριές αυτές είναι επιφανειακές και αρκεί κανείς χωρίς ιδιαίτερο κόπο να τις ξύσει για να διαπιστώσει το πολύτιμο μέταλλο που υπάρχει από κάτω. Γιατί ο Πουλαντζάς δεν τα έβαλε με τον οικονομισμό για προσδώσει στο πολιτικό στοιχείο την πλήρη αυτονομία του, αλλά για να μας μιλήσει για τις κοινωνικές τάξεις, χωρίς να κουράζεται να επαναλαμβάνει στις σελίδες του βιβλίου ότι το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα είναι η πάλη αυτών ακριβώς των τάξεων.

[Η προσωπογραφία του Πουλαντζά είναι έργο του Γιάννη Κολιού]

Αναδημοσίευση από τις "Αναγνώσεις" της Κυριακάτικης Αυγής 
Read more »